- ογδοηκονθήμερος
- -η, -ο (Μ ογδοηκονθήμερος, -ον)1. αυτός, που διαρκεί ογδόντα μέρες ή αποτελείται από ογδόντα μέρες2. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκονθήμερο(ν)χρονικό διάστημα ογδόντα ημερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.